ερεθισμός

ερεθισμός
ο
1) физиол, возбуждение; 2) раздражение, возбуждение;

ο ερεθισμός των πνευμάτων — взбудораживание, возбуждение умов;

3) возбуждённое состояние; состояние раздражения;

διατελώ ( — или ευρίσκομαι) εν ερεθισμώ — быть, находиться в возбуждённом состоянии; — быть в состоянии раздражения;

4) настраивание (против кого-л.), натравливание (на кого-л.);
5) мед. раздражение, воспаление (кожи, слизистой и т. п.); растравление (раны); 6) физиол., психол. раздражитель

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ερεθισμός" в других словарях:

  • ερεθισμός — ερεθισμός, ο και ερέθισμα, το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του ερεθίζω, διέγερση. 2. αύξηση της ευαισθησίας ή ευπάθειας οργάνου του σώματος: Ερεθισμός των ματιών. 3. (ψυχολ.), το φυσικό αίτιο που προκαλεί τη διέγερση αισθητηρίου οργάνου:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐρεθισμός — irritation masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερεθισμός — ο (Α ἐρεθισμός) [ερεθίζω] 1. εξόργιση, παρόξυνση, διέγερση 2. προτροπή, παρακίνηση 3. η οποιαδήποτε αντίδραση ενός οργανισμού σε εξωτερικές επιδράσεις, η αύξηση τής ευαισθησίας ή ευπάθειας ενός οργάνου τού σώματος, η φλόγωση νεοελλ. (ψυχολ.) κάθε …   Dictionary of Greek

  • ἐρεθισμοῖς — ἐρεθισμός irritation masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρεθισμοῖσι — ἐρεθισμός irritation masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρεθισμοῖσιν — ἐρεθισμός irritation masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρεθισμοί — ἐρεθισμός irritation masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρεθισμοῦ — ἐρεθισμός irritation masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρεθισμούς — ἐρεθισμός irritation masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρεθισμῶν — ἐρεθισμός irritation masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρεθισμῷ — ἐρεθισμός irritation masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»